Άτυπη κηδεία στη βροχή




Έβρεχε καταρρακτωδώς το απόγευμα που η καρυδιά κηδευόταν στο γέρικο περιβόλι. Εγώ από μακριά παρακολουθούσα κρυμμένη πίσω από το τοιχάκι του κήπου. Μια παράξενη αίσθηση νοσταλγίας και θλίψης με διακατείχε. Μαζί με τη βροχή, δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα και κατέβρεχαν το πρόσωπό μου. Οι σταγόνες μού θύμιζαν τους γλυκούς χυμούς που έτρεχαν από το στόμα μου στις καλοκαιρινές μέρες, όταν ανέβαινα στην καρυδιά για να κόψω και να φάω τους ρώγους της. Ήμουν ακόμη μικρή τότε και η καρυδιά ήταν το αγαπημένο μου δέντρο στον κόσμο. Ένιωθα πως με προστάτευε από το βάρος της ζωής.
Πριν από μερικά χρόνια, άρχισε η κατάσταση να γίνεται δυσάρεστη. Το δέντρο μου μού προξενούσε προβλήματα. Δεν άντεχα την πολλή σκιά που έριχνε στο σπίτι μου. Εμπόδιζε τον ήλιο να φωτίσει το σκοτεινό μου δωμάτιο. Δεν μπόρεσα να ανεχτώ άλλο την κατάσταση.
Άρχισα να ψάχνω να βρω κάποιον να την κόψει για μένα. Επικοινώνησα με διάφορες εταιρείες. Οι τιμές ήταν όμως απαγορευτικές. Ήμουν απελπισμένη. Δεν άντεχα άλλο να βλέπω την καρυδιά μπροστά στο παράθυρό μου. Κάθε φορά που την έβλεπα ένιωθα στενοχώρια. Τελικά, μετά από πολύωρες αναζητήσεις, βρήκα έναν υλοτόμο που δέχτηκε να μου την κόψει σε πολύ προσιτή τιμή. Ήταν χαρούμενη αλλά και λυπημένη ταυτόχρονα.
Την ημέρα του αποχαιρετισμού, εγώ αντίκρισα το υπέροχο δέντρο μου, ντυμένο στα καλύτερά του, με τα χρυσαφί φύλλα του να χορεύουν στον αέρα. Η βροχή είχε σταματήσει και ο ήλιος φώτιζε το πρόσωπο της καρυδιάς μου. Οι υλοτόμοι την αγκάλιασαν και άρχισαν να την κόβουν. Η ψυχή μου πονούσε, ενώ τα δάκρυα μου έσταζαν και χάνονταν μέσα στη γη. Τα φύλλα της καρυδιάς άρχισαν να πέφτουν και να χορεύουν στον αέρα μπροστά στα μάτια μου. Εγώ σκούπισα τα δάκρυά μου και σήκωσα το κεφάλι μου. Ήταν η καλυτέρα κηδεία που είχα πάει ποτέ στη ζωή μου.