Η αφήγηση της Αγίας Αναστασίας, της Φαρμακολύτριας, αντηχεί στα βάθη της ιστορίας, μια μαρτυρία ανεπιθάμητης πίστης και απαράμιλλου θάρρους. Στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ., στη λαμπερή Ρώμη, γεννήθηκε ως κόρη Ρωμαίου πατρικίου. Ωστόσο, η καρδιά της καριεύτηκε τη χριστιανική διδασκαλία κρυφά από τον πατέρα της ειδωλολάτρη.
Όταν ξεκίνησαν οι διωγμοί του Διοκλητιανού, η πίστη της Αναστασίας δοκιμάστηκε. Αρνήθηκε να αποκηρύξει τον Χριστό και ρίχτηκε στη φυλακή, όπου υπέμεινε βάναυσα βασανιστήρια. Αλλά μέσα στην οδύνη της, η πίστη της ακλόνητη, έγινε πηγή άνεσης και ελπίδας για τους συντρόφους της.
Η φήμη της θαυμαστής της θεραπείας γρήγορα εξαπλώθηκε, ακόμη και μέσα στους κόλπους των διωκτών της. Ο ίδιος ο γιος του αυτοκράτορα φέρεται να θεραπεύτηκε από τα χέρια της και η αυλή του Διοκλητιανού δεν μπορούσε παρά να σταθεί έκπληκτη από το θαύμα.
Έχοντας δει τόσες πολλές ψυχές να σώζονται και τόσο πόνο να απαλύνεται, η Αναστασία γνώριζε ότι η αποστολή της δεν είχε τελειώσει. Κάποια νύχτα, κατάφερε να αποδράσει από τη φυλακή και να συνεχίσει το έργο της μυστικά.
Για χρόνια, ταξίδεψε στην εξοχή, παρέχοντας θεραπεία και πνευματική καθοδήγηση στους Χριστιανούς που βρίσκονταν σε κρυψώνα. Με κάθε απλή πράξη καλοσύνης, κέρδιζε νέες καρδιές για την πίστη.
Τελικά, οι αρχές έμαθαν για το κρυφό έργο της και η Αναστασία συνελήφθη για άλλη μια φορά. Αυτή τη φορά, η οργή του Διοκλητιανού δεν γνώριζε όρια. Την καταδίκασε σε θάνατο με βρασμό.
Στις 22 Δεκεμβρίου 304 μ.Χ., η Αναστασία πήδηξε στον βραστήρα με προσευχή στα χείλη της. Σύμφωνα με τον θρύλο, η κατσαρόλα θαυματουργικά κρύωσε, αφήνοντάς την άθικτη. Με το θάρρος της να λάμπει πιο έντονα από ποτέ, προσευχήθηκε για τους διώκτες της και για την ειρήνη της ψυχής της.
Η ιστορία της Αγίας Αναστασίας παραμένει μια διαχρονική υπενθύμιση για τη δύναμη της πίστης και την ανθεκτικότητα του ανθρώπινου πνεύματος. Καθώς τιμούμε τη μνήμη της, αντλούμε έμπνευση από την ακλόνητη αποφασιστικότητά της και τη συμπονετική της καρδιά.