Ανθη βουλγαρη




Την Άνθη την πρωτογνώρισα στο χωριό μου, τον Πλαταμώνα της Θεσσαλίας. Ήταν καλοκαίρι και περάσαμε όλοι οι συμμαθητές μας την εφηβεία μας παίζοντας όλη μέρα στην αυλή μας. Αν και είμαστε συνομήλικες, εγώ ήμουν δύο τάξεις μεγαλύτερη και έτσι την έβλεπα σχεδόν να μεγαλώνει μπροστά μου. Η Άνθη το έβγαζε πάντα το φαγητό μας στο τραπεζάκι του κήπου, παρά την τρομερή ζέστη που έκανε τα μεσημέρια. Είχα τότε μια μεγάλη οικειότητα με όλη την οικογένειά της, και είχα πιάσει φιλία με την ίδια και τα ξαδέρφια της. Ήταν τότε που με έλεγαν χαριτολογώντας αλλά και με μεγάλη δόση αλήθειας "ανήλικη θεία" της Άνθης. Θυμάμαι που ολοκαίνουργια πάντα - ίσως από την καθημερινή πλύση των ρούχων της - μου έδειχνε τις ποδιές που έραβε στα μαθήματα της οικιακής οικονομίας. Ήταν τόσο περήφανη γι' αυτήν την πρώτη της κατάκτηση, που της φαινόταν σημάδι ενηλικίωσης. Τις φόραγε ακόμα και όταν όταν δεν πήγαινε σχολείο.

Τα χρόνια πέρασαν και οι ζωές μας πήραν διαφορετικούς δρόμους. Εγώ φύγαμε για την Θεσσαλονίκη για το πανεπιστήμιο και η Άνθη έμεινε στον Πλαταμώνα για να τελειώσει το δικό της σχολείο. Συναντιόμασταν τα καλοκαίρια και σε διάφορες οικογενειακές εκδηλώσεις. Παρακολουθούσα από μακριά σαν θεατής τη ζωή και την πορεία της φίλης μου. Ήταν η εποχή που ζήσαμε και τις αλλεπάλληλες ερωτικές της απογοητεύσεις. Την καθησύχαζα, της έλεγα ότι όλα θα γίνουν στην ώρα τους, ότι το σημαντικό είναι να γίνει αυτό που της αξίζει. Είναι πολύ σημαντικό να σε εκτιμούν και να σε σέβονται. Καλύτερα μόνη παρά κακο-συνοδευμένη, της έλεγα. Σήμερα, που έχει βρει το άλλο της μισό στο πρόσωπο του συντρόφου της και είναι ευτυχισμένη, μου αποκαλύπτει ότι τα λόγια μου τότε την είχαν στηρίξει όσο τίποτα άλλο.

Η ζωή κύλησε αρμονικά και όλα τα παιδιά της δουλεύουν πια και αν έχουν κάνει δικές τους οικογένειες. Πέντε παιδιά. Και πέντε ζωές που περίμεναν την Άνθη να τις φέρει στη ζωή. Τώρα είναι όλοι τους πάνω από είκοσι. Η Άνθη, με τα μαλλιά πια ασημένια σαν τη σελήνη, κοιτάζοντας με καμάρι τις φωτογραφίες των παιδιών και των εγγονιών της, μου λέει: "τρεις μήνες ήταν το πολύ που κρατούσα το καθένα τους στην αγκαλιά μου πριν να τρέξω ξανά στα χωράφια να συνεχίσω τις δουλειές μου. Δεν είχα χρόνο για πολλά πολλά. Κοίτα τι όμορφες ζωές κάνανε όμως όλες. Το μόνο που κάνω εγώ και ο πατέρας τους είναι να τις προσευχόμαστε και να ευχόμαστε να έχουν όλοι υγεία. Δεν έχουμε εμείς ανάγκη από τίποτα. Τα παιδιά μας τα 'χουμε και ευχαριστημένοι είμαστε. Τα απολαμβάνουμε και εμείς και τα εγγόνια μας που τα λατρεύουμε." Την ακούω και σκέφτομαι ότι η ζωή είναι αλλού. Εκεί που δεν φαίνεται. Εκεί που δεν αστράφτει. Εκεί που δεν φαίνεται. Γι' αυτό και λένε πολλοί ότι οι φτωχοί άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι. Δεν έχουν απαιτήσεις. Μόνο πολλή αγάπη να μοιράσουν γύρω τους.

Ελένη Καραμήτρου