Ο λόγος γι’ αυτή τη διπλή γιορτή δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαφορετική αντίληψη που είχαν οι Ελληνες για το έτος. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η αρχή της ινδικτίoυ ξεκινά από την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα. Το 46 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας θεσπίζει ένα νέο ημερολόγιο, που πήρε το όνομά του και λέγεται Ιουλιανό. Το Ιουλιανό ημερολόγιο βασίζεται σε έτος διάρκειας 365,25 ημερών. Επειδή όμως η αστρονομική διάρκεια του έτους δεν ταίριαζε με τη διάρκεια του έτους του Ιουλιανού ημερολογίου, σταδιακά η αρχή του έτους άρχισε να καθυστερεί, σε σύγκριση πάντα με τα αστρονομικά δεδομένα.
Για να διορθώσει αυτή την απόκλιση, ο αυτοκράτορας Αύγουστος τελικά αποφάσισε να προσθέσει μια μέρα κάθε τέσσερα χρόνια. Αυτή η ημέρα προστέθηκε μεταξύ του 23ου και του 24ου Φεβρουαρίου, ο οποίος ονομαζόταν bis sextus dies, δηλαδή το έκτο δίσεκτο, διότι ακολουθούσε δύο φορές την έκτη ημέρα πριν από τις Καλένδες του Μαρτίου.
Στα πρώιμα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το Βυζάντιο ήταν μια μικρή, σχετικά άσημη πόλη στη Θράκη, αλλά επί Κωνσταντίνου Α΄ ο Μέγα η τύχη της άλλαξε δραματικά. Το 324 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Ρώμης στο Βυζάντιο, το οποίο έμεινε γνωστό στην ιστορία ως Κωνσταντινούπολη.
Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, πολλά πράγματα άλλαξαν στην ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι Ρωμαίοι δανείστηκαν από τους Ελληνες όχι μόνο τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους, αλλά υιοθέτησαν και την Ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, που στη συνέχεια εξελίχθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το Βυζάντιο είχε κατά κύριο λόγο αγροτική οικονομία και για τις αγροτικές εργασίες απαιτούνταν προγραμματισμός. Ετσι, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, η αφετηρία του έτους μετατέθηκε στην 1η Σεπτεμβρίου. Ο λόγος ήταν ότι η 1η Σεπτεμβρίου έπεφτε ακριβώς στο μέσον των κύριων γεωργικών εργασιών: ο σπόρος είχε ήδη πεταχτεί αλλά δεν είχε ακόμη φυτρώσει, οπότε υπήρχε χρόνος για να ολοκληρωθούν οι απαραίτητες εργασίες.
Σταδιακά το νέο έτος του Βυζαντίου, με αφετηρία την 1η Σεπτεμβρίου, επικράτησε στη διοικητική και την εκκλησιαστική ζωή. Η διατήρηση, ωστόσο, και της Πρωτοχρονιάς της 1ης Ιανουαρίου συνδυάστηκε με τις θρησκευτικές γιορτές της 25ης Δεκεμβρίου και των Φώτων στις 6 Ιανουαρίου.
Σήμερα η αρχή της ινδικτίoυ χρησιμοποιείται κυρίως για εκκλησιαστικούς λόγους. Εχει όμως και μία πολύ χρήσιμη εφαρμογή. Η ινδικτία είναι ένας εικοσαετής κύκλος. Ετσι, κάθε χρόνο το διοικητικό έτος συμπίπτει με ένα έτος του εικοσαετούς κύκλου, το οποίο διαρκεί από την 1η Σεπτεμβρίου έως την 31η Αυγούστου του επομένου έτους.
Αυτή η αρίθμηση χρησιμοποιείται για να καθοριστεί η ημερομηνία του Πάσχα, η οποία πρέπει να γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, δηλαδή μετά τις 21 Μαρτίου.
Και επειδή στις 8 Απριλίου του 1082 μ.Χ. έπεσε η σταύρωση του Ιησού, αλλά η Κυριακή της Αναστάσεως δεν ήταν ιερή ημέρα της Εβδομάδας (δηλαδή Δευτέρα), καθορίστηκε ότι το Πάσχα θα εορταζόταν την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο μετά τις 21 Μαρτίου και την 8η Απριλίου.
Τώρα, επειδή η πρώτη πανσέληνος μετά τις 21 Μαρτίου θα μπορούσε να είναι λίγο πριν ή λίγο μετά τις 8 Απριλίου, προέκυψε η ανάγκη να βρεθεί ένα κριτήριο για να καθοριστεί η ιερή πανσέληνος. Ετσι, καθορίστηκε ότι η ιερή πανσέληνος θα θεωρείται αυτή που συμβαίνει στις 4, στις 5 ή στις 6 Απριλίου. Αν δε συμβαίνει σε καμία από αυτές τις τρεις ημέρες, θα θεωρείται η επόμενη πανσέληνος.
Η ιερή εορτή δεν μπορεί να συμπέσει με τη σύναξη των Εβραίων ούτε με την εβραϊκή προζύμων εορτή ούτε η σύναξις των Εβραίων με την Κυριακή της Αναστάσεως.
Το θέμα είναι λίγο περίπλοκο και όποιος ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα, μπορεί να διαβάσει τη σχετική εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Εμείς, οι απλοί θνητοί, μπορούμε απλώς να ευχηθούμε σε όλο τον κόσμο χρόνια πολλά και Καλή αρχή της ινδικτίoυ.