Έχω ξυπνήσει με 38 πυρετό, πονοκέφαλο και λόξιγκα. Σέρνομαι στο ιατρείο του γιατρού μου και μπαίνω μέσα βήχοντας σαν φυματικός.
Ο γιατρός σηκώνεται από το γραφείο του, κλείνεται στον προθάλαμο και ενώ δεν έχω καν βγάλει τη μάσκα μου, με ρωτάει:
«Τι έχεις;»
«Πυρετό, πονοκέφαλο και λόξιγκα»
«Όχι, χαζέ, πιο σοβαρά!»
«Δεν έχω τίποτα πιο σοβαρό, γιατρέ. Είμαι άρρωστος, τόσο απλά». Είπα και έβηξα άλλες δυο φορές.
«Εννοώ πιο σοβαρά από αυτό που νόμιζες ότι έχεις!»
«Τι να νομίζω ότι έχω;» Σκέφτηκα να τον κάνω να βαλαντώσει και εγώ, αλλά πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα να βήχω.
Όταν τέλειωσα ο γιατρός μου ζήτησε να απολυμαίνω τα χέρια μου με το αλκοόλ που είχε δίπλα στην είσοδο. Μετά μου έβαλε ένα θερμόμετρο στο στόμα και με άφησε μόνη μου για να πάει να μου γράψει τη συνταγή.
Τότε έγινε κάτι απίστευτο. Άνοιξε μια πόρτα δίπλα στο γραφείο του και άρχισε να βγαίνει καπνός. Από μέσα ακούστηκαν φωνές που φώναζαν:
«Ο πρόεδρος λιποθύμησε!
Πάρε τη βαλιτσούλα!»
Τι πρόεδρος; σκέφτηκα. Τότε θυμήθηκα ότι σήμερα ήταν 25η Μαρτίου και θα γινόταν παρέλαση στην πλατεία του χωριού. Ο πρόεδρος σίγουρα θα ήταν εκεί. Ξαφνικά άλλαξα άποψη. Δεν είχα απλά πυρετό και λόξιγκα. Είχα ανίατη ασθένεια και δεν είχα πολλά να ζήσω!
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι με κουβαλούσαν δύο τύποι. Εκτάκτως με μετέφεραν στο νοσοκομείο της Αθήνας. Οι γιατροί μου άλλαξαν τα ρούχα, μου έκαναν εξετάσεις και με έβαλαν σε ένα κρεβάτι. Εκεί κατάλαβα ότι δεν ήμουν εγώ ο άρρωστος. Ήταν ο πρόεδρος.
Από τον πυρετό και την λόξιγκα ξεπέρασα. Από την κατάθλιψη όμως, ποτέ.