Γιαννησ σασσαλοσ




Στις πλαγιές του Παρνασσού, σε ένα γραφικό χωριό ξεχασμένο από το χρόνο, ζούσε ένας αθώος χωρικός που ακούγε στο όνομα Γιάννης.

Ο Γιάννης ήταν αυτό που θα λεγαμε "σασσαλος", με την καλή έννοια. Η αφέλεια και η καλοσύνη του ήταν τόσο ολοφάνερες που πολλοί τον αποκαλούσαν "Γιαννησ σασσαλοσ".

Μια μέρα, ο Γιάννης αποφάσισε να κατέβει στην πρωτεύουσα για να γνωρίσει τον κόσμο.

Καθώς περπατούσε κατά μήκος της πολυσύχναστης λεωφόρου, τα φώτα της πόλης τον τύφλωσαν και ο θόρυβος από τα αυτοκίνητα του κίνησε το κεφάλι.

Ξαφνικά, σταμάτησε σε μια βιτρίνα κοσμηματοπωλείου και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Αντίκρυσε το πιο εντυπωσιακό κολιέ που είχε δει ποτέ, σκεπασμένο με λαμπερά διαμάντια.

"Ωωω", αναφώνησε ο Γιάννης με έκπληξη, "Αυτό το κολιέ είναι για μια πριγκίπισσα!"

Την ίδια στιγμή, ένας εκλεπτυσμένος άντρας βγήκε από το κοσμηματοπωλείο και καθώς περνούσε δίπλα από τον Γιάννη, το κολιέ άγγιξε τον ώμο του.

Ο Γιάννης ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι του.

"Συγγνώμη κύριε", είπε διστακτικά, "νομίζω ότι το κολιέ σας άγγιξε τον ώμο μου".

Ο άντρας στάθηκε και κοίταξε το Γιάννη με ψυχρή έκφραση.

"Δεν με ενδιαφέρει", απάντησε απότομα, "Τώρα φύγε από το δρόμο μου".

Ο Γιάννης έμεινε έκπληκτος από την αγένεια του άντρα.

"Μα εγώ...", άρχισε να λέει, αλλά ο άντρας τον διέκοψε.

"Έξω", είπε ξερά.

Ο Γιάννης, συντετριμμένος και απογοητευμένος, απομακρύνθηκε, αφήνοντας πίσω του το κολιέ και τα όνειρά του.

Καθώς συνέχιζε να περπατά, ένα δάκρυ έτρεχε στο μάγουλό του.

"Γιατί οι άνθρωποι στην πόλη είναι τόσο διαφορετικοί από αυτούς στο χωριό μου;", αναρωτήθηκε.

Αλλά καθώς προχωρούσε, συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν όλοι έτσι.

Στο τέλος του δρόμου, είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα καθισμένη μόνη σε ένα παγκάκι.

Ο Γιάννης την πλησίασε διστακτικά.

"Καλημέρα", είπε, "Είσαι καλά;"

Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον Γιάννη με ζεστό χαμόγελο.

"Είμαι καλά, νεαρέ μου", απάντησε, "Απλά νοσταλγώ την παλιά Αθήνα".

Ο Γιάννης και η γυναίκα κάθισαν στο παγκάκι και άρχισαν να μιλάνε.

Ο Γιάννης της διηγήθηκε την ιστορία του και τη συνάντησή του με τον αγενή άντρα.

Η γυναίκα άκουσε προσεκτικά και όταν τελείωσε ο Γιάννης, του είπε:

"Μη στεναχωριέσαι, γιε μου. Υπάρχουν πολλοί καλοί άνθρωποι στην πόλη, πρέπει απλά να τους βρεις".

Ο Γιάννης επέστρεψε στο χωριό του με ανάμικτα συναισθήματα.

Είχε απογοητευτεί από ορισμένους ανθρώπους που συνάντησε στην πόλη, αλλά είχε βρει και άλλους που του έδειξαν καλοσύνη.

Αλλά κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Δεν ήταν πλέον ο ίδιος αθώος χωρικός που κάποτε ήταν.

Ο κόσμος τού είχε διδάξει ένα πολύτιμο μάθημα: ότι οι άνθρωποι είναι σύνθετα όντα, με ικανότητες τόσο για καλό όσο και για κακό.

Και αυτό το μάθημα θα το κουβαλούσε για πάντα.