Μια μέρα που πήγαινα σπίτι αποφάσισα να σταματήσω σε ένα καφενείο για να πιω έναν καφέ. Στο διπλανό τραπεζάκι, καθόταν μια γυναίκα που μιλούσε δυνατά στο κινητό της.
Δεν μπορούσα να ακούσω τι έλεγε, αλλά ο τόνος της ήταν έντονος και από τα αποσπάσματα που κατάφερα να ξεχωρίσω, κατάλαβα ότι μιλούσε για το αφεντικό της.
“Μα αυτοί οι άνθρωποι είναι τσιγκούνηδες”, έλεγε. “Θέλουν να δουλέψεις μέχρι να σβήσει το κερί σου, αλλά δεν θέλουν να σου δώσουν ένα ευρώ παραπάνω”.
Συμφώνησα μαζί της. Ποιος δεν έχει αντιμετωπίσει τέτοιου είδους προβλήματα στη δουλειά του;
“Αυτό το πρωί τους είπα ‘Γωγω τσαμπα’”, συνέχισε. “Τους είπα ότι δεν πρόκειται να τους επιτρέψω να με εκμεταλλεύονται άλλο”.
Εντυπωσιάστηκα. Είχε δίκιο. Έπρεπε να υπερασπίζεται τον εαυτό της.
Σύντομα, ο καφές μου τελείωσε και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Η φράση της γυναίκας, “Γωγω τσαμπα”, όμως, συνέχιζε να με ακολουθεί.
Σκέφτηκα πόσες φορές έχω δουλέψει σκληρά, χωρίς αποτέλεσμα. Πόσες φορές έχω εκμεταλλευτεί. Ήρθε η ώρα να πω και εγώ “Γωγω τσαμπα”.
Δεν ξέρω αν θα έχω το θάρρος της γυναίκας στο καφενείο, αλλά θα προσπαθήσω. Θα σταθώ στα πόδια μου και θα αρνηθώ να δεχτώ την εκμετάλλευση.
Εξάλλου, όπως λέει και το γνωστό ρητό, “Δωρεάν γάμος και αβάφτιστο παιδί δεν γίνεται”.