ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ




Μόνος, χαμένος σε μια έρημη γη, περιπλανιόμουν για ώρες. Ο ήλιος ήταν αμείλικτος, η ζέστη μου τρυπούσε το δέρμα. Δεν μπορούσα να δω καθαρά, η όρασή μου ήταν θολή από την κούραση και την πείνα.

Κάθε βήμα ήταν ένας αγώνας. Τα πόδια μου ήταν βαριά, οι μύες μου πόναγαν. Αλλά δεν μπορούσα να τα παρατήσω. Έπρεπε να συνεχίσω, έπρεπε να επιβιώσω.

Τελικά, είδα κάτι στον ορίζοντα. Ένα μικρό πράσινο σημείο. Ένα δέντρο; Μια όαση; Έτρεξα προς αυτό με όλη μου τη δύναμη, η ελπίδα μου αναζωπυρώθηκε.

Καθώς πλησίαζα, άκουσα έναν ήχο. Ένα γαύγισμα. Ένα σκυλί; Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Έτρεξα ακόμη πιο γρήγορα.

Και τότε το είδα: ένα μικρό σπίτι, περιτριγμένο από δέντρα και λουλούδια. Μπροστά στην πόρτα καθόταν ένα σκυλί, το ίδιο που γάβγιζε. Κοίταξα τη σκηνή με δυσπιστία. Είχα βρει την όασή μου.

Έπεσα στο γόνατό μου και αγκάλιασα το σκυλί. Έγλειψε το πρόσωπό μου, σαν να με καλωσόριζε σπίτι. Στην πόρτα εμφανίστηκε μια γυναίκα. Έμοιαζε έκπληκτη και χαρούμενη ταυτόχρονα.

"Χαίρομαι που σε βλέπω", είπε. "Μπήκα μέσα. Η βοήθεια είναι καθ' οδόν."

Μέσα στο σπίτι, μου έδωσε νερό και φαγητό. Έφαγα αμύθητα, ήπια όσο πιο πολύ μπορούσα. Μετά ξάπλωσα σε ένα κρεβάτι και κοιμήθηκα έναν βαθύ ύπνο.

Όταν ξύπνησα, ήμουν καινούργιος άνθρωπος. Ο ήλιος εξακολουθούσε να λάμπει, αλλά δεν με έκαιγε πια. Το σώμα μου δεν πονούσε, η όρασή μου ήταν καθαρή.

Η γυναίκα μου είπε ότι είχα χάσει τη μνήμη μου. Δεν θυμόμουν πώς είχα βρεθεί στην έρημο ή ποιος ήμουν.

Δεν με ένοιαζε. Το παρελθόν μου ήταν πίσω μου. Τώρα είχα ένα μέλλον. Και αυτό το μέλλον ήταν σε αυτήν την έρημη χώρα, με αυτήν την καλή γυναίκα και το σκυλί της.

Δεν ήμουν πια μόνος. Είχα βρει την οικογένειά μου.