Στην καρδιά της Μεγάλης Παρασκευής, στην εποχή του βαθέως πένθους, η Ελλάδα γίνεται μάρτυρας μιας κατανυκτικής τελετής που συνδέει το παρελθόν με το παρόν, την παράδοση με τη θρησκεία: τον Επιτάφιο.
Όταν τα ρολόγια χτυπούν το μεσημέρι, οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν πένθιμα, καλώντας τους πιστούς σε μια ιερή συγκέντρωση. Με βαριά καρδιά και εναρμονισμένο βήμα, το πλήθος περιμένει υπομονετικά, ενώ οι ιερείς ετοιμάζουν τον επιτάφιο, ένα ξύλινο κουτί που συμβολίζει τον τάφο του Χριστού.
Τώρα, ο Επιτάφιος, στολισμένος με λουλούδια και μυρωμένος με λιβάνι, είναι έτοιμος να βγει από την εκκλησία. Πατέρες, άνδρες και γυναίκες, όλα τα μέλη της ενορίας σηκώνουν στους ώμους τους το βάρος της πίστης και της θλίψης. Κάθε βήμα που κάνουν είναι ένα βήμα στον ιστορικό δρόμο της Θρησκείας και της προαιώνιας παράδοσης.
Η πομπή, ακολουθώντας τη διαδρομή που χάραξαν οι αιώνες, περνάει από τα σπίτια του καθένα, στέκεται έξω από τις πόρτες, μια σιωπηλή υπόμνηση της θυσίας του Χριστού και της δικής μας θνητότητας. Μέσα στην κατανυκτική σιωπή, οι προσευχές των πιστών ανεβαίνουν στα ουράνια, κουβαλητές από το άρωμα των ανθέων και τον καπνό του λιβανιού.
Καθώς πέφτει το σκοτάδι, ο Επιτάφιος επιστρέφει στην εκκλησία. Ο επιτάφιος ύμνος αντηχεί στον αέρα, ένα απαλό λίκνισμα που βυθίζει τους πάντες σε βαθιά μελαγχολία. Στο φως των κεριών, τα πρόσωπα των ανθρώπων λάμπουν με πίστη και ελπίδα, υπενθύμιση ότι ακόμη και στη μεγαλύτερη θλίψη, το φως της Ανάστασης είναι πάντα κοντά.
Ο Επιτάφιος δεν είναι απλώς μια θρησκευτική τελετή. Είναι η ίδια η ψυχή της Ελλάδας, ένας ζωντανός σύνδεσμος με το παρελθόν μας και η καρδιά της ταυτότητάς μας. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, καθώς στέκομαι ανάμεσα στο πλήθος, αισθάνομαι μια αίσθηση θαυμασμού και ευγνωμοσύνης. Είναι μια στιγμή που με ενώθηκε με τους προγόνους μου και με τους συνανθρώπους μου, μια στιγμή που με κάνει να αναλογιστώ τη θυσία και την ελπίδα, τη θλίψη και την χαρά.