Χαθήκαμε στη βροχή. Οι σταγόνες χτυπούσαν τα τζάμια του αυτοκινήτου σαν χιλιάδες μικρά αδράχτια, κάνοντας την οδήγηση σχεδόν αδύνατη. Ο ανεμοκαθαριστήρας δούλευε σαν τρελός, αλλά δεν μπορούσε να προλάβει το νερό. Το οδόστρωμα είχε μετατραπεί σε φουσκωμένο ποτάμι, ταξιδεύοντας μαζί μας το πλήθος από αυτοκίνητα που είχε κολλήσει στην εθνική οδό, με προορισμό το πουθενά.
Κοιτούσα έξω το παράθυρο, τα φώτα των αυτοκινήτων να αντανακλούν στα νερά της εθνικής σαν κεριά που χόρευαν στον αέρα. Η βροχή είχε δημιουργήσει μια παράξενη, σχεδόν μαγευτική ατμόσφαιρα, σαν να βρισκόμασταν μέσα σε ένα υδάτινο παραμύθι.
Ξαφνικά, τα φώτα ενός αυτοκινήτου άρχισαν να αναβοσβήνουν πίσω μας. Ένα παλιό, ταλαιπωρημένο αυτοκίνητο με μαύρο χρώμα και παράξενα σύμβολα ζωγραφισμένα στα πλάγια. Σταμάτησε λίγο πίσω μας και είδαμε μια γυναίκα να βγαίνει από το παράθυρο. Είχε μακριά, μαύρα μαλλιά που κυμάτιζαν στον αέρα, και φορούσε ένα μαύρο φόρεμα που την τόνιζε τέλεια. Έμοιαζε να έχει βγει από ένα γοτθικό μυθιστόρημα.
Η γυναίκα άρχισε να περπατά προς το αυτοκίνητό μας, τα βήματά της αργά και μετρημένα. Σταμάτησε δίπλα στο παράθυρό μου και με κοίταξε στα μάτια. Τα μάτια της ήταν μαύρα και χωρίς πάτο, σαν πηγάδια στην κόλαση. Ήταν σαν να την γνώριζα για πάντα, και την ίδια στιγμή σαν να μην την είχα συναντήσει ποτέ.
«Χρειάζεστε βοήθεια;» ρώτησε με μια βαθιά, βελούδινη φωνή.
Την κοίταξα στα μάτια και συμφώνησα με το κεφάλι μου. Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε άλλο, η γυναίκα μου χαμογέλασε και γύρισε προς το αυτοκίνητό της. Στην πλάτη της είδα ένα τατουάζ με το σχήμα ενός μεγάλου φιδιού.
«Έλα,» είπε, «θα σας πάω εγώ στον προορισμό σας.
Διστακτικά, ακολούθησα την γυναίκα στο παλιό αυτοκίνητό της. Μπήκαμε μέσα και η γυναίκα έβαλε μπρος. Το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται απαλά, σαν μαγνητισμένο, καθώς οδηγούσαμε μέσα στη βροχή.
Ενώ οδηγούσαμε, η γυναίκα μου διηγήθηκε ιστορίες. Μου μίλησε για την παιδική της ηλικία, τα όνειρά της και τους φόβους της. Μου μίλησε για τα ταξίδια της και τις περιπέτειές της. Άκουσα τις ιστορίες της με έκσταση, νιώθοντας σαν να είχα βρει μια χαμένη φίλη.
Καθώς πλησιάζαμε στον προορισμό μας, η βροχή άρχισε να υποχωρεί. Το οδόστρωμα είχε αρχίσει να στεγνώνει και ο ήλιος άρχισε να κάνει την εμφάνισή του πίσω από τα σύννεφα.
«Ευχαριστώ,» είπα στη γυναίκα, «που με βοήθησες.
Η γυναίκα χαμογέλασε. «Ήταν ευχαρίστησή μου,» είπε. «Μπορείς να με πεις Καλλίστη.»
«Καλλίστη,» είπα, «είσαι η μάγισσα της βροχής;
Η Καλλίστη γέλασε. «Μπορείς να με πεις έτσι, αν θες,» είπε. «Τώρα όμως, κατέβα. Έφτασες στον προορισμό σου.
Βγήκα από το αυτοκίνητο και η Καλλίστη μου έδωσε το χέρι της. Την κοίταξα στα μάτια για τελευταία φορά, νιώθοντας μια περίεργη σύνδεση μαζί της. Σαν να την ήξερα για πάντα, και την ίδια στιγμή σαν να μην την είχα συναντήσει ποτέ.
«Αντίο, Καλλίστα,» είπα.
«Αντίο,» είπε η Καλλίστα. «Ελπίζω να σε ξαναδώ κάποια μέρα.
Η Καλλίστα μπήκε στο αυτοκίνητό της και έφυγε. Στάθηκα εκεί και την παρακολούθησα να φεύγει, η μορφή της να χάνεται στη βροχερή ομίχλη. Ένιωσα μια περίεργη αίσθηση απώλειας, σαν να είχα χάσει κάτι πολύτιμο. Αλλά ταυτόχρονα, ένιωθα και μια αίσθηση ειρήνης, σαν να είχα βρει τελικά το σπίτι μου.