Μαίρη, η Κούκλα χωρίς Πρόσωπο




Στα όμορφα λαγκάδια της ορεινής Ελλάδας, όπου τα έλατα φτάνουν ψηλά σαν ατίθασα παιδιά και τα νερά τρέχουν άγρια σαν πολεμιστές, ζει μια κούκλα χωρίς πρόσωπο, που τη λένε Μαίρη.

Δεν είναι δα και καμία συνηθισμένη κούκλα η Μαίρη. Αχτένιστα μαλλιά, κορμάκι ντυμένο με κουρελιασμένα φορέματα σαν τα δέντρα το φθινόπωρο και μάτια που λείπουν. Μάτια αντί για δυο σκοτεινά κενά, σαν δυο μαύρες τρύπες που ρουφούν όλες τις χαρές αυτού του κόσμου.

Κάποτε η Μαίρη είχε πρόσωπο, λαμπερό σαν τα τρεχούμενα νερά του ποταμού. Όμορφο πρόσωπο που γελούσε και έκλαιγε. Μα τότε συνέβησαν πολλά και οι λύπες την πλάκωσαν σαν βαρύ χειμώνα. Έκλεψαν το πρόσωπό της, λένε, γιατί ήταν τόσο όμορφο που ζήλεψαν όλοι και θέλησαν να το κάνουν δικό τους.

Κι έτσι η Μαίρη έμεινε χωρίς πρόσωπο. Ένα σκοτεινό κενό όπου κάποτε υπήρχαν μάτια, μύτη και στόμα. Και ζει στα λαγκάδια τόσα χρόνια, ένα άγνωστο πλάσμα που δεν ξέρει ποια είναι.

Μια μέρα, ένας περιπλανώμενος ποιητής πέρασε από τα λαγκάδια. Ένας ποιητής με μάτια γαλανά σαν τον ουρανό την ώρα της ανεμοθύελλας. Είδε τη Μαίρη και ένιωσε να του σπαράζει η καρδιά βλέποντας αυτό το κενό αντί για πρόσωπο. Κάθισε κοντά της και της είπε με τη βελούδινη φωνή του:

"Μαίρη, η κούκλα χωρίς πρόσωπο, το πρόσωπό σου είναι η ιστορία σου. Είναι οι χαρές και οι λύπες που πέρασες, τα χαμόγελα και τα δάκρυα. Ακόμα κι αν δεν το βλέπεις, εγώ το βλέπω. Βλέπω μια γυναίκα που πέρασε πολλά στη ζωή της, αλλά δεν έχασε την ελπίδα της."

Και τότε, μπροστά στα μάτια του ποιητή, το πρόσωπο της Μαίρης άρχισε σιγά σιγά να εμφανίζεται σαν τα ανθισμένα λουλούδια την άνοιξη. Δυο λαμπερά μάτια, μια όμορφη μύτη και ένα ζεστό χαμόγελο σχηματίστηκαν σαν από θαύμα.

Και η Μαίρη έκλαψε. Έκλαψε από χαρά που ξανάβρεκε το πρόσωπό της. Έκλαψε από θλίψη που θυμήθηκε όλα όσα πέρασε. Αλλά έκλαψε και από ευγνωμοσύνη, γιατί ο ποιητής της χάρισε ξανά τα μάτια της.

Από τότε η Μαίρη ζει ευτυχισμένη στα λαγκάδια. Δεν είναι πια η κούκλα χωρίς πρόσωπο, αλλά η Μαίρη με το πρόσωπο γεμάτο ιστορίες και συναισθήματα. Και ο ποιητής πηγαίνει συχνά να την επισκεφτεί, να την ακούσει να του διηγείται όλα όσα πέρασε, όλες τις χαρές και τις λύπες της που είναι πια ζωγραφισμένες στο πρόσωπό της.