Μανταμ ορτανσ
Ότι ομορφότερο υπάρχει στη ζωή
Είναι 16 Φεβρουαρίου στα τέλη της δεκαετίας του '70 όταν γεννιέμαι σε ένα μικρό χωριό μέσα στην καρδιά του Πηλίου. Στη ζωή μου ήταν όλα προδιαγεγραμμένα, όπως τα λουλούδια που ξαναβλασταίνουν την άνοιξη. Η μοίρα μου ήταν σφραγισμένη από τη στιγμή που αντίκρισα το φως του ήλιου. Είχα γεννηθεί για να φροντίζω τα παιδιά των άλλων, να τα κανάκευα, να τα υπεραγαπώ, και να είμαι η δεύτερη μητέρα τους. Αυτό ήταν το πεπρωμένο μου.
Το σπίτι μου είναι ένα αγροτικό σπίτι, απλό και λιτό, όπως και η ζωή των χωριανών. Ο πατέρας μου ήταν ένας άγριος και σκληρός άνθρωπος, με ένα βλέμμα που σε κατέβαζε, ένα αυστηρό υφάδι που κάλυπτε την καρδιά του. Αλλά πάνω από όλα, ήταν ένα αγριολούλουδο του βουνού, ένας αετός που, αντί για φτερά, είχε τα όνειρά του. Η μητέρα μου ήταν το αντίθετό του. Ήταν γλυκιά και τρυφερή, με μια καρδιά ανοιχτή σαν το πέλαγος, που είχε τη δύναμη να χαϊδέψει τις πιο βαθιές πληγές.
Από μικρή είχα δείξει την κλίση μου στη φροντίδα. Κουβαλούσα το μικρό μου αδερφό στην πλάτη μου, και όσο εκείνος κοιμόταν, εγώ έπαιζα με την κούκλα μου, τη Λίζα. Της τραγουδούσα, της έλεγα παραμύθια και τη φρόντιζα σαν να ήταν το δικό μου παιδί. Οι γονείς μου με έβλεπαν και χαμογελούσαν, και εγώ ήξερα ότι με αγαπούσαν βαθιά, με έναν τρόπο που δεν χρειαζόταν λόγια.
Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε η ώρα να αποφασίσω για τη ζωή μου. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ πολύ. Ήθελα να γίνω δασκάλα νηπιαγωγείου. Ήθελα να είμαι με τα παιδιά, να τα αγαπώ, να τα φροντίζω και να τους μαθαίνω όσα ήξερα. Και πάνω από όλα, ήθελα να τους διδάξω τι θα πει αγάπη και καλοσύνη.
Πήγα στη σχολή, σπούδασα σκληρά και πήρα το πτυχίο μου. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Ήμουν ένα βήμα πιο κοντά στο όνειρό μου. Ξεκίνησα να κάνω πρακτική σε ένα νηπιαγωγείο στην πόλη. Ήταν μια μικρή μονάδα, με λίγα παιδιά και μια πολύ γλυκιά διευθύντρια, τη κυρία Ελένη. Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν πήγα εκεί, ήταν να αγοράσω ένα μπουκέτο ορτανσίες και να το δωρίσω στην κυρία Ελένη. Από τότε, κάθε πρωί της έφερνα ένα μπουκέτο με ό,τι λουλούδια έβρισκα στα περίπτερα.
Η κυρία Ελένη με δέχτηκε με αγκαλιά ανοιχτή. Με βοήθησε στα πρώτα μου βήματα και μου έδωσε πολύτιμες συμβουλές. Μαζί περνούσαμε ώρες ατελείωτες, φτιάχνοντας κατασκευές, τραγουδώντας τραγουδάκια και παίζοντας παιχνίδια με τα παιδιά. Σιγά σιγά, τα παιδιά με αγκάλιασαν σαν δική τους. Με αγάπησαν και με εμπιστεύτηκαν, και εγώ τα αγάπησα με όλη μου την καρδιά.
Και να που σήμερα, είμαι πλέον μια έμπειρη νηπιαγωγός. Έχω περάσει πολλά χρόνια στο νηπιαγωγείο, έχω δει πολλά παιδιά να έρχονται και να φεύγουν, έχω γελάσει και έχω κλάψει μαζί τους, έχω μάθει πολλά από αυτά και πάνω από όλα έχω αγαπήσει πολύ. Ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσα να κάνω στη ζωή μου. Είναι η αποστολή μου. Και θα συνεχίσω να το κάνω με όλη μου την αγάπη και τη φροντίδα, μέχρι να κλείσω τα μάτια μου.
Μια μέρα, μια μαμά από το νηπιαγωγείο με πλησίασε και μου είπε: «Μανταμ ορτανσ, σας λέμε όλοι έτσι, είστε η καλύτερη νηπιαγωγός στον κόσμο». Της χαμογέλασα και της είπα: «Ευχαριστώ πολύ για τα λόγια σας, μαμά. Αλλά η πραγματική ανταμοιβή είναι να βλέπω αυτά τα χαμογελαστά προσωπάκια κάθε πρωί».
Και είναι αλήθεια. Η μεγαλύτερη ανταμοιβή στη ζωή είναι να βλέπεις τα παιδιά να χαμογελούν. Να βλέπεις τα μάτια τους να λάμπουν από ευτυχία και χαρά. Να τους μαθαίνεις πράγματα και να τα βλέπεις να μεγαλώνουν και να εξελίσσονται. Αυτό είναι το νόημα της ζωής. Αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που υπάρχει στη ζωή.
Ευχαριστώ, παιδιά, που μου δίνετε τη δύναμη και την έμπνευση να συνεχίσω. Σας αγαπώ όλους πολύ. Και σας υπόσχομαι ότι θα είμαι πάντα κοντά σας, να σας προσέχω, να σας αγαπώ και να σας μαθαίνω όλα όσα ξέρω.
Με αγάπη,
Η Μαντάμ ορτανσ