Περιμένοντας τη Νονά




Είναι ένα απόγευμα ψυχρού χειμώνα, και εγώ, ανακατεύοντας τον καφέ μου, περιμένω τη νονά μου.

Την νονά μου, την Αγγελική, την αγαπώ πολύ. Είναι η γυναίκα που με βάφτισε όταν ήμουν μωρό, και με φρόντιζε όπως θα έκανε μια μητέρα.

Τώρα, όμως, η Αγγελική δεν είναι καλά. Έχει κλειστεί στο νοσοκομείο και οι μέρες της είναι μετρημένες. Γι' αυτό και την περιμένω εδώ, στο σπίτι της, για να της πω αντίο.

Σκέφτομαι όλα αυτά τα χρόνια που η Αγγελική ήταν δίπλα μου. Με βοήθησε να κάνω τα πρώτα μου βήματα, μου έμαθε να δένω τα παπούτσια μου, με γέμιζε με τα νόστιμα κουλουράκια της.

Και τώρα, είναι η σειρά μου να είμαι εκεί γι' αυτήν.

Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η νοσοκόμα.

"Η κυρία Αγγελική μόλις ξύπνησε", λέει.

Μπαίνω μέσα στο δωμάτιό της και την βλέπω ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Είναι πολύ αδύναμη, αλλά το χαμόγελό της είναι ακόμα τόσο γλυκό.

"Γεια σου, νονά", λέω.

"Έλα εδώ, παιδί μου", λέει εκείνη. "Ήθελα να σε δω μια τελευταία φορά."

Κάθομαι δίπλα της και την κρατάω το χέρι.

"Σ' ευχαριστώ, παιδί μου, για όλα", λέει.

"Δεν υπάρχει λόγος, νονά", λέω. "Εσύ έκανες τα πάντα για μένα."

Σιωπούμε για λίγο και μετά κοιτάμε η μία την άλλη με δάκρυα στα μάτια.

"Θα μου λείψεις τόσο πολύ", λέω.

"Και εσύ σε μένα, παιδί μου", λέει εκείνη.

Της δίνω ένα φιλί στο μέτωπο και μετά φεύγω.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την Αγγελική. Ήταν η δική μου νονά, ο δικός μου φύλακας άγγελος.

Και τώρα, είναι ώρα να την αφήσω ελεύθερη. Είναι ώρα να πάει στον Παράδεισο.