Όταν ακούω τη λέξη σκόνη, το μυαλό μου κάνει αυτόματα ταξίδι στο παιδικό μου δωμάτιο. Ιδιαίτερα τα καλοκαίρια, η σκόνη γινόταν ο αγαπημένος μου σύντροφος, ο σιωπηλός παρατηρητής των ατελείωτων ωρών παιχνιδιού μου.
Στις ηλιόλουστες αυτές μέρες, τα μικρά επιπλέοντα σωματίδια έλουζαν το φως της ημέρας μέσα από το παράθυρό μου, δημιουργώντας μαγικά πρίσματα που χόρευαν στον αέρα. Ήταν σαν η ίδια η φαντασία μου να είχε υλοποιηθεί, ένα συνεχές θέαμα που με γέμιζε δέος.
Όμως, η σκόνη δεν ήταν απλώς ένας θεαματικός φίλος. Έπαιζε έναν κρυφό ρόλο στο παιχνίδι μου, έναν ρόλο που μόνο η παιδική μου αθωότητα μπορούσε να διακρίνει. Στον κόσμο της φαντασίας, η σκόνη ήταν το μυστικό συστατικό των φίλτρων μου, η μαγική σκόνη που μεταμόρφωνε τα μικρά αντικείμενά μου σε ιπτάμενα χαλιά και τα παιχνίδια μου σε γενναίους πολεμιστές.
Και δεν σταματούσε εκεί. Η σκόνη ήταν η γέφυρα μεταξύ της πραγματικότητας και της φαντασίας. Όταν βρισκόμουν μπροστά σε μια στοίβα σκονισμένων βιβλίων, δεν έβλεπα απλώς σκόνη. Έβλεπα ατελείωτες περιπέτειες που περίμεναν να ξεδιπλωθούν, ιστορίες που ανυπομονούσαν να ονειρευτούν.
Το να ανακαλύπτω τη σκόνη κάτω από τα κρεβάτια και τις βιβλιοθήκες ήταν σαν να ξεκλειδώνω μυστικά θησαυροφυλάκια. Ήταν μια πρόσκληση να αφήσω το δωμάτιό μου και να ξεκινήσω ταξίδια σε μακρινούς κόσμους.
Τα χρόνια πέρασαν και ο κόσμος της σκόνης έμεινε πίσω, κλειδωμένος στις παιδικές μου αναμνήσεις. Αλλά ακόμα και σήμερα, η όψη της σκόνης με μεταφέρει πίσω σε εκείνες τις ξέγνοιαστες μέρες, όπου η φαντασία μου μπορούσε να μετατρέψει τα πιο ταπεινά πράγματα σε πύλες μαγείες.
Και έτσι, ενώ άλλοι μπορεί να βλέπουν στη σκόνη μόνο μια ενοχλητική ουσία, εγώ θα συνεχίσω να τη βλέπω ως ένα κομμάτι της παιδικής μου ψυχής, μια μόνιμη υπενθύμιση της δύναμης της φαντασίας να μεταμορφώνει τον κόσμο μας.