Στην καρδιά της Ελλάδας, σε ένα απομακρυσμένο βουνό, ζούσε κάποτε ένας νεαρός βοσκός που άκουγε στο όνομα Σπανουδάκης. Ήταν ένα ήσυχο παιδί, που περνούσε μέρες ολόκληρες βόσκοντας τα πρόβατα της οικογένειάς του στις απότομες πλαγιές των βουνών. Μια μέρα, ενώ ο Σπανουδάκης και το κοπάδι του περιπλανιόντουσαν σε ένα ξεχασμένο πέρασμα, συνέβη κάτι απίστευτο.
Ξαφνικά, η γη άρχισε να τρέμει και από το έδαφος ξεπήδησε ένα λαμπερό, χρυσό νόμισμα. Ο Σπανουδάκης το κοίταξε με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά, μη μπορώντας να πιστέψει την τύχη του. Το σήκωσε και το εξέτασε πιο προσεκτικά. Ήταν βαρύ και σφυρηλατημένο με περίτεχνα σχέδια. Τότε, άκουσε μια φωνή να ψιθυρίζει στον άνεμο:
"Αυτό το νόμισμα είναι το κλειδί για έναν κρυμμένο θησαυρό. Ακολούθησέ το και η μοίρα θα σου αποκαλύψει τα μυστικά της."
Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Σπανουδάκης ακολούθησε το νόμισμα, που τον οδήγησε σε ένα μυστικό μονοπάτι. Καθώς προχωρούσε, το μονοπάτι τον οδήγησε σε ένα σκοτεινό σπήλαιο, κρυμμένο πίσω από πυκνούς θάμνους. Ο Σπανουδάκης δίστασε, αλλά η περιέργειά του ήταν πιο δυνατή από τον φόβο του.
Μπήκε στο σπήλαιο και βρέθηκε σε έναν τεράστιο, υπόγειο θάλαμο. Ήταν γεμάτος με χρυσά νομίσματα, πολύτιμους λίθους και άλλα θησαυρούς. Ο Σπανουδάκης δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Αλλά ξαφνικά, άκουσε ένα δυνατό θόρυβο πίσω του.
Γύρισε και είδε ένα τρομακτικό τέρας να πλησιάζει, τα μάτια του λαμποκοπούσαν με κακία και τα δόντια του ήταν αιχμηρά σαν ξυράφια. Ο Σπανουδάκης τρόμαξε, αλλά θυμήθηκε το χρυσό νόμισμα. Το έσφιξε στο χέρι του και το τέρας σταμάτησε στα ίχνη του.
"Αυτό το νόμισμα είναι προστασία μου," φώναξε ο Σπανουδάκης. "Δεν μπορείς να με πλησιάσεις όσο το κρατώ."
Το τέρας κούνησε το κεφάλι του. "Είναι ένα ισχυρό κειμήλιο," είπε. "Αλλά δεν μπορεί να σε προστατεύσει για πάντα. Σύντομα, η δύναμή του θα εξασθενίσει και τότε θα κατασπαράξω τα σπλάχνα σου."
Ο Σπανουδάκης ήξερε ότι το τέρας είχε δίκιο. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να δραπετεύσει. Σκέφτηκε γρήγορα και μετά είχε μια ιδέα. Πήρε μια χούφτα χρυσά νομίσματα από τον θησαυρό και τα πέταξε προς το τέρας.
Το τέρας άφησε μια χαρούμενη κραυγή και έπεσε πάνω στα νομίσματα, ξεχνώντας για λίγο τον Σπανουδάκη. Επωφελούμενος από την ευκαιρία, ο Σπανουδάκης έτρεξε προς την έξοδο του σπηλαίου και δεν κοίταξε πίσω ούτε μια φορά.
Όταν βγήκε έξω από το σκοτάδι, ο Σπανουδάκης ήταν ελεύθερος. Το χρυσό νόμισμα είχε σώσει τη ζωή του, αλλά ήξερε ότι η περιπέτειά του δεν είχε τελειώσει. Αποφάσισε να ταξιδέψει στον κόσμο, στηριζόμενος στη σοφία και την ανδρεία που είχε αποκτήσει από την περιπέτειά του στο σπήλαιο.
Και έτσι, ο Σπανουδάκης, ο βοσκός που είχε βρει έναν κρυμμένο θησαυρό, έγινε ο Σπανουδάκης, ο ταξιδιώτης. Ταξίδεψε σε μακρινές χώρες, έζησε συναρπαστικές περιπέτειες και έκανε φίλους σε κάθε γωνιά του κόσμου. Και παντού όπου πήγαινε, διηγούταν την ιστορία της μοίρας και του θησαυρού.
Γιατί, όπως είχε μάθει ο Σπανουδάκης, ο αληθινός θησαυρός δεν βρίσκεται στο χρυσάφι και τα πετράδια, αλλά στις εμπειρίες και τις αναμνήσεις που συλλέγουμε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της ζωής.