Σταυροπροσκυνήσεως




Ποιος δε θα ήθελε ν' ανέβει να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό επάνω στον ιερό λόφο που τον στεφανώνει η ιστορία; Ποιος δε θα ήθελε να γνωρίσει μα και να προσθέσει κάτι από τη δική του αντοχή και πίστη στη χορεία των εκατομμυρίων ανθρώπων που ανέβηκαν μέχρις εκεί προηγουμένως, μία ατελείωτη πομπή πιστών που ξεκίνησε προ πολλών αιώνων;

Ανατολή της 13ης Σεπτεμβρίου. Το μουράγιο του υψηλού βράχου απότομο, όχι μόνο από τη δράση της φύσης αλλά και από τις επιθέσεις των αγανακτισμένων πολιορκητών. Ο ουρανός ασύννεφος και το δάσος από καλαμιές, σχίνα και θάμνους καμένο από τη θερινή ξηρασία. Εκατοντάδες προσκυνητές κινούνται βιαστικά προς τα σκαλοπάτια της ανατολικής πλευράς του λόφου. Ένας μοναχός, ο προηγητής της Μονής Κύκκου, αναρριχάται βιαστικά. Φιλά το εικόνισμα της Αναστάσεως που είναι ζωγραφισμένο πάνω στον απότομο βράχο του μοναστηριού και βαδίζει γρήγορα προς το ανοιχτό παράθυρο της μικρής τριώροφης εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων. Το ένα του χέρι στηρίζεται σε βακτηρία και στο άλλο κρατά σφιχτά ένα σταυρό. Κοιτάζει τον ουρανό. Τα μάτια του συγκεντρώνονται πάνω σε ένα σημείο. Προς τα εκεί τρέχουν και όλοι οι πιστοί.
Ένας χρυσαετός σχεδιάζει κύκλους με τα φτερά του και κινούμενος οριζόντια τραβάει προς τη θέση που είναι συγκεντρωμένο το πλήθος. Σταματάει επάνω από την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων και μένει ακίνητος. Παρατηρεί τη γη από ψηλά. Στη σκιά της εκκλησίας του Σταυρού ο προηγητής αντικρίζει το περήφανο πουλί και κάνει το σημείο του σταυρού. Οι πιστοί χαμογελούν και ψέλνουν απαλά το `Άγιος ο Θεός`.

Πρόκειται για την αρχή και το φινάλε μιας ιερής πομπής. Το γεγονός αναγνωρίστηκε από τα πρώτα σχεδόν χρονικά χρόνια της Μονής και οι επίσημες αναφορές για το προσκύνημα αρχίζουν από τον 16ο αιώνα και φθάνουν μέχρι σήμερα. Η αφήγηση που προηγήθηκε είναι από συνέλευση χριστιανών προσκυνητών που έλαβε χώρα στις αρχές του 19ου αιώνα και την οποία παραδίδει ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ.


Άπειροι αγώνες και προσπάθειες
Αμέτρητοι χριστιανοί ανέρχονται κάθε χρόνο στον Τίμιο Σταυρό, το ψηλότερο σημείο της οροσειράς του Πενταδακτύλου. Ο λόφος αποτέλεσε από παλιά οχυρό στην κορυφή του όρους Κυπαρισσόβουνος, που ήταν γνωστός κατά την αρχαιότητα με το όνομα Ολύμπος ή Όλυβος. Πάνω του χτίστηκε και ο ομώνυμος ναός του Ολυμπίου Διός. Το όνομα Κιόνια, με το οποίο αναφέρεται στους μεσαιωνικούς χάρτες, δείχνει ότι κι εκεί υπήρχε κάποιο παλαιοχριστιανικό κτίσμα, μάλλον βασιλική με τρούλο που κατέρρευσε κάποτε. Εκεί σώζονται διάσπαρτα αρχαία κιονόκρανα, θεμέλια εκκλησίας και σπασμένες κολόνες.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ο λόφος στον οποίο βρισκόταν η Μονή Κύκκου ήταν δύσκολα προσβάσιμος. Παρ' όλα τα φυσικά εμπόδια, πολλοί προσκυνητές θέλησαν να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό που βρισκόταν στην κορυφή του βουνού. Για να διευκολύνουν την πρόσβαση των εκατομμυρίων προσκυνητών προς τον Σταυρό, γύρω στις αρχές του 12ου αιώνα χτίστηκαν τα περίφημα σκαλιά των Αγίων Ελισσαίων και Μαρκιανού. Η επιλογή του ονόματός τους δικαιολογείται από την παράδοση, σύμφωνα με την οποία, πριν ακόμη οι άγιοι αυτοί γίνουν μοναχοί και ακούσουν τη Φωνή του Θεού, βρίσκονταν στην κορυφή του βουνού αυτού και βοσκούσαν τα πρόβατά τους. Βλέποντας ένα δένδρο κοντά στην κορυφή του βουνού να ανεβαίνει ψηλά κατά τη διάρκεια της νύχτας και να κατεβαίνει ακόμη πιο χαμηλά από την κορυφή το πρωί, ανέφεραν αυτό το ασυνήθιστο φαινόμενο στον επίσκοπο Τριμυθούντος Ζήνωνα. Ο επίσκοπος ανέβηκε στο βουνό, είδε το φαινόμενο, δοξολόγησε τον Θεό και προφήτεψε ότι στο μέρος εκείνο θα υπήρχαν πολλές μονές και μοναστήρια, μια μεγάλη αδελφότητα μοναχών και πολυπληθής λαός.

Το προσκύνημα στον Τίμιο Σταυρό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη Μονή Κύκκου. Μάλιστα, κατά το μεγαλύτερο μέρος των ιστορικών χρόνων, το μοναστήρι το ονόμαζαν Σταυροβούνι. Το 1365 ο ηγούμενος της Μονής, Νεόφυτος Αγρεστινής, αποφάσισε να ανέβει στο βουνό και να κατεβάσει τον Τίμιο Σταυρό για να τον μεταφέρει στο μοναστήρι. Με το που ο Σταυρός μεταφέρθηκε εντός του μοναστηριού, σημειώθηκε σεισμός και αμέσως μετά ο Σταυρός έφυγε από την τοποθεσία του μέσα στο ναό και ανέβηκε στη σπηλιά του στην κορυφή του βουνού. Τον μετέφεραν πάλι στο μοναστήρι, αλλά ο Σταυρός πάλι ξαναγύρισε στη θέση του στην κορυφή του βουνού. Επαναλήφθηκε το ίδιο θαυματουργό γεγονός πολλές φορές και, τελικά, το 1426 ο Μητροπολίτης Πάφου Νεόφυτος αποφάσισε, μετά από θεία αποκάλυψη, να μετακομίσει στη σπηλιά και να ιδρύσει το νέο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως. Επάνω στον βράχο όπου χτίστηκε ο ναός τοποθετήθηκε και ο Τίμιος Σταυρός, με την εικόνα της Παναγίας στη μία πλευρά και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην άλλη. Αυτό το κοινό θεομητορικό και θεολογικό αφιέρωμα δηλώνει πως την πίστη μας προς τον Τίμιο Σταυρό πρέπει να συνδέουμε πάντοτε και με την Παναγία και τον Άγιο Ιωάννη.

Η ιερότητα και η ευλογία του Σταυρού επιβεβαιώθηκαν για άλλη μια φορά την 1η Μαΐου 1799, όταν ο Τούρκος διοικητής της Κύπρου, Σελίμ Πασάς, μαθαίνοντας ότι οι Κύπριοι επαναστάτες είχαν καταφύγει