Τζοκερ 26/5/24




Είναι Τρίτη βράδυ, η τελευταία Τρίτη του Μάη και το μαγαζί μου είναι όλο δικό μου. Τα φώτα του δρόμου αντανακλούν στις βιτρίνες και τα περιγράμματα των περαστικών πού και πού διακόπτουν τη μονοτονία του σούρουπου.

Οι πόρτες ανοίγουν και μια γυναίκα μπαίνει μέσα. Είναι μεσήλικη, ίσως στα πενήντα της, τα μαλλιά της είναι ίσια και καστανά, φτάνουν μέχρι τους ώμους της. Φοράει μια απλή μπλούζα με παντελόνι, τα χέρια της είναι κρυμμένα σε ένα δερμάτινο τσαντάκι.

Δεν μου λέει τίποτα. Απλώς κοιτάζει γύρω γύρω. Το βλέμμα της σταματάει στα ράφια, με τις επιλογές μας σε τσιγάρα και αναπτήρες. Έρχεται προς το μέρος μου.

- Ένα πακέτο Ασσος, παρακαλώ.

Και πριν προλάβω να γυρίσω να πάρω το πακέτο από το ράφι, ακούγεται ο κρότος από τα χρήματα που αφήνει στον πάγκο. Ξαφνιάζομαι και κοιτάζω.

Μαζί με το χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ, βλέπω και ένα ροζ πακετάκι λαχειοφόρου Τζόκερ. Σκέφτομαι να της το υπενθυμίσω, αλλά πάλι σκέφτομαι ότι ίσως να το ξέχασε.

- Εχετε και Τζόκερ;

Κάνει νεύμα με το κεφάλι και γυρνάω πίσω στο ράφι. Παίρνω το πακέτο τσιγάρων και της το δίνω με το ρέστα της. Κρατάω ανοιχτή την απόδειξη.

- Λαχειοφόρο;

Δεν απαντάει. Κοιτάζει το πακέτο τσιγάρων και τα χρήματα. Τα παίρνει και βγαίνει από το μαγαζί μου, χωρίς να με κοιτάξει.

Κοιτάζω το ροζ πακετάκι. Το πιάνω στα χέρια μου και το κοιτάζω. Σκέφτομαι όλους όσους έχουν περάσει από εδώ, όλους όσους έχουν αγοράσει λαχεία. Σκέφτομαι τα όνειρά τους, τις ελπίδες τους.

Το βάζω ξανά στον πάγκο και συνεχίζω τη δουλειά μου. Ούτως ή άλλως, ο Τζόκερ θα κληρωθεί αύριο. Και αύριο θα υπάρξουν κι άλλοι που θα ονειρεύονται, κι άλλοι που θα ελπίζουν.

Εναλλακτικό τέλος:

Το βάζω ξανά στον πάγκο και συνεχίζω τη δουλειά μου. Δεν ξέρω αν θα κληρωθεί αύριο ο Τζόκερ, δεν ξέρω αν θα υπάρξει κάποιος που θα ονειρεύεται, κάποιος που θα ελπίζει. Αλλά ξέρω ότι θα υπάρχει πάντα ένα ροζ πακετάκι στον πάγκο μου, ένα πακετάκι με όνειρα και ελπίδες.