Κραυγή αγωνίας εκπέμπει ο Πειραιάς καθώς μια μανιασμένη φλόγα ξεσπά σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο, απειλώντας να καταπιεί την περιοχή.
Οι πυροσβέστες, με μάσκες και στολές, δίνουν μάχη για να τιθασεύσουν τις αδάμαστες φλόγες που λαχταρούν να εξαπλωθούν.
Το πυκνό μαύρο καπνό ρέει σαν ποτάμι στον ουρανό, τυφλώνοντας τον ήλιο και δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα φόβου και ανησυχίας. Οι κάτοικοι εκκενώνονται από τα σπίτια τους, τα μάτια τους γεμάτα δάκρυα καθώς βλέπουν τις αναμνήσεις τους να μετατρέπονται σε στάχτη.
Αυτό το εγκαταλελειμμένο κτίριο, άλλοτε φωτεινό σύμβολο της βιομηχανικής εποχής, έχει τώρα μετατραπεί σε έναν εφιάλτη, καταβροχθίζοντας ό,τι υπάρχει στο διάβα του. Αλλά οι ήρωες της Πυροσβεστικής παραμένουν άγρυπνοι στο πόστο τους, παλεύοντας με όλες τους τις δυνάμεις για να σβήσουν τον εφιάλτη.
Η δραματική μάχη συνεχίζεται, η αδρεναλίνη ανεβαίνει, και τα πλαστικά μπουκάλια με νερό προσφέρονται αφειδώς. Κάθε συριγμός της μάνικας σηματοδοτεί μια νέα ελπίδα, καθώς το νερό χτυπά τις φλόγες, προσπαθώντας να τις λυγίσει στη θέλησή του.
Και καθώς πέφτει το σκοτάδι, η μάχη συνεχίζεται, η λάμψη των φλογών ρίχνει μια τρομακτική σκιά στην άλλοτε ήρεμη πόλη. Τα πρόσωπα των πυροσβεστών είναι τώρα μουτζουρωμένα από τον καπνό, αλλά τα μάτια τους λάμπουν από αποφασιστικότητα.
Ας ελπίσουμε ότι το πρωί θα φέρει μαζί του την είδηση της νίκης, καθώς το τελευταίο πεισματάρικο σημάδι της φωτιάς θα σβήσει τελικά, αφήνοντας πίσω του μόνο τις αναμνήσεις ενός εφιάλτη που πήρε τέλος χάρη στην ανδρεία της Πυροσβεστικής.