Emile Armand



 

Ζήσε τη δική σου ζωή
 
-Γιατί παρατάς τις ανοιχτές λεωφόρους γι αυτό το στενό και κακοφτιαγμένο δρομάκι; Ξέρεις στ αλήθεια, κοριτσάκι, που πηγαίνεις; Μπορείς κάλλιστα να βρεθείς σε μια απρόσμενη άβυσσο. Κανείς, ούτε καν οι εγκληματίες, δεν τολμούν να κατεβούν σ’ αυτή. Μείνε στον φαρδύ, άνετο δρόμο που παίρνει όλος ο κόσμος, γιατί όχι; Μείνε στο γνωστό και χιλιοπερπατημένο μονοπάτι με τις πινακίδες του και τα σήματά του. Είναι τόσο βολικό κι ευχάριστο να πηγαίνεις πάνω κάτω σ αυτό!
 
-Είναι που έχω βαρεθεί την αποπνιχτική σκόνη, την χιλιοπατημένη διαδρομή που ακολουθούν οι άλλοι. Σιχάθηκα τους δυσκίνητους οδηγούς του και τους βιαστικούς διαβάτες. Την μονοτονία των περαστικών, τις κόρνες των αυτοκινήτων κι αυτά τα δένδρα που παρατάσσονται δεξιά κι αριστερά σαν στρατιώτες. Θέλω να αναπνεύσω ελεύθερα, όπως μου αρέσει, να ζήσω τη δική μου ζωή.
 
-Δε θα τα καταφέρεις ποτέ να ζήσεις έτσι, καημένο κορίτσι. Είναι μια χίμαιρα. Τα χρόνια που φεύγουν θα σε γιατρέψουν αργά ή γρήγορα απ’ την επιθυμία αυτή. Πάντοτε ζούμε σ’ ένα βαθμό τουλάχιστον, για τους άλλους, κι αυτοί, ως αντάλλαγμα ζούνε σ’ ενα βαθμό για μάς. Αυτός που σπέρνει το σιτάρι δεν είναι ο ίδιος μ εκείνον που φτιάχνει το ψωμί. Κι ο ανθρακωρύχος δεν είναι ο ίδιος που οδηγεί το τραίνο. Η ζωή στην κοινωνία είναι ένα σύμπλεγμα από περίπλοκους ανθρώπινους μηχανισμούς, η λειτουργία των οποίων απαιτεί τεράστια επαγρύπνηση και χρειάζεται μεγάλη δέσμευση και ατέλειωτη προσοχή. Σκέψου μόνο το χάος που θα επικρατούσε αν ο καθένας ζούσε όπως ήθελε! Θα ήταν μια κόλαση αν ο καθένας κατέβαινε σ’ έναν δρόμο που δεν περνούσαν οι διαβάτες, που μόνο κακοί σπόροι φύτρωναν στραβά, και που κανείς δε θα ‘ξερε που οδηγεί.
 
-Α, γέρο! Είναι αυτή η πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής που με τρομάζει. Ασφυκτιώ στην υποχρέωση να εξαρτώμαι από τον διπλανό μου, μια υποχρέωση που κάθε μέρα που περνά με βαραίνει, πάνω στη θέλησή μου να ζήσω όπως επιθυμώ. Και με μισή καρδιά αντικρίζω την προοπτική να ζήσω όπως οι άλλοι, να ζήσω για τους άλλους. Θέλω να μπορώ να γεμίζω άπληστα το στόμα μου χωρίς να θεωρούμαι κάποιο κακομαθημένο παλιόπαιδο. Να μπορώ να βουτάω και να ξαπλώνω στο γρασίδι χωρίς το φόβο κάποιου φύλακα ή της αστυνομίας. Αγαπώ τις ρίζες, τα δένδρα, τα πλάσματα του δάσους, τα μούρα και τους θάμνους σ’ αυτό το μονοπάτι χωρίς έξοδο. Τι να το κάνω το παντεσπάνι και τα παλάτια, στη συντροφιά των οποίων νιώθω μονάχα αηδία; Γιατί να νοιαστώ πού πηγαίνω; Ζω για το σήμερα, αδιαφορώ για το αύριο.
 
-Ω, μικρό κορίτσι! Κι άλλοι πριν από σένα μίλησαν με τα ίδια λόγια, και όπως εσύ, ξεκίνησαν για το άγνωστο. Δεν γύρισαν ποτέ από αυτό το ταξείδι. Πολύ καιρό αργότερα, στα ίδια μονοπάτια, που έχουν τώρα σιγά-σιγά σβηστεί, και στα ίδια ξέφωτα, τώρα χορταριασμένα, μικρά βουνά από κόκκαλα έχουν βρεθεί, εδώ κι εκεί. Αυτό έμεινε από κείνους. Χωρίς αμφιβολία, έζησαν τις ζωές τους, αλλά με τί κόστος; Και για πόσο καιρό; Ρίξε μια ματιά σ’ αυτούς τους πανύψηλους πύργους, τους πυκνούς καπνούς που βγαίνουν από μέσα τους. Είναι οι καμινάδες των σπουδαίων εργοστασίων που έστησε η ανθρωπότητα. Μέσα τους, εκατομμύρια ανθρώπων εργάζονται, σ’ αυτά τα φρεσκοπλυμμένα, ευάερα και εξαεριζόμενα δωμάτιά τους, με τις θαυματουργές μηχανές που προσφέρουν σ’ εμάς τους ανθρώπους τις πιο υψηλές τιμές. Κι όταν η νύχτα πέσει, αυτοί οι απλοί άνθρωποι, γεμάτοι ικανοποίηση από την σκληρή δουλειά της μέρας, κι ευγνωμοσύνη για το τίμιο ψωμί που κέρδισαν με τον ιδρώτα των μετώπων τους, γυρίζουν τραγουδώντας στα ταπεινά σπιτάκια τους, όπου τους περιμένουν οι αγαπημένοι τους. Ρίξε μια ματιά σ εκείνο το ορθογώνιο κτίριο, με τις μακρόστενες αίθουσες και τα φαρδιά παράθυρα: Αυτό είναι το σχολείο, όπου ανιδιοτελείς καθηγητές προετοιμάζουν μικρά παιδιά σαν εσένα να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τις ζωής. Μικρά πλασματάκια που προοδεύουν μόνο μέσα στο σχολείο. Δεν ακούς τις χαριτωμένες φωνούλες τους που επαναλαμβάνουν το μάθημα της προηγούμενης μέρας που έχουν αποστηθίσει;
Ο ήχος αυτών των κουδουνιών-σαν του πραγματικού στρατού-κι αυτοί οι μετρημένοι βηματισμοί, που σύντομα θα επαναλαμβάνονται στις στροφές του δρόμου λίγο πιο πέρα, σε περιμένει, να φέρεις στον κόσμο μια μικρή στρατιά από αγόρια και κορίτσια που περπατούν με τη σημαία περήφανη μπροστά τους, παιδιά που θα μείνουν εκεί μέχρι να μάθουν επαρκώς πως να πεθαίνουν για την πατρίδα, το έθνος τους, και όποια νέα απειλή τους βάλουν στο μυαλουδάκι τους. Δεν καταλαβαίνεις μήπως πως έτσι προχωρά η ανθρωπότητα προς την Πρόοδο, όταν ο καθένας τους εργάζεται στη δική του εξειδικευμένη θέση, σύμφωνα με τις ικανότητές του; Υπάρχουν, αναμφισβήτητα, δικαστήρια και φυλακές, αλλά αυτά προορίζονται για τους δύστροπους, για τους ελάχιστους απείθαρχους που τα κάθιστούν αναγκαία. Ανεξάρτητα από τις συνέπειές της, η εφαρμογή μιας τέτοιας κατάστασης πραγμάτων πήρε αιώνες ολόκληρους. Είναι ο πολιτισμός μας αυτός, ατελής ίσως αλλά τελειοποιήσιμος, από την επιρροή του οποίου δε θα μπορέσεις να διαφύγεις, εκτός αν βουτήξεις σε τόσο ανεξερεύνητα βάθη.
 
-Μέσα στα αμέτρητα εργοστάσια και τα εργαστήρια που λες, δεν βλέπω παρά στρατιές από σκλάβους, να εκτελούν μονότονα, σαν να ήταν κάποιο θρησκευτικό καθήκον τους, τις ίδιες κινήσεις μπροστά από τις ίδιες μηχανές, σκλάβοι που έχουν χάσει κάθε πρωτοβουλία και που η δική τους ενέργεια χάνεται όλο και περισσότερο, μέρα με την ημέρα, καθώς μέρα με τη μέρα μου φαίνεται όλο και λιγότερο πιστευτό ότι αυτά τα καθήκοντα είναι απαραίτητες συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Από πάνω μέχρι κάτω, από τις διευθυντικές ιεραρχίες ακόμα το μόνο που ακούγεται είναι ένα επιφώνημα πνιγμού, της ατομικής πρωτοβουλίας. Και βέβαια, σαν πέσει η νύχτα μπορώ να ακούσω τους εργάτες να τραγουδούν, αλλά με πικρά λόγια, και μόνο αφού σταματήσουν σε μια από τις αμέτρητες ταβέρνες που υπάρχουν γύρω απ’ τα εργοστάσια. Οι φωνές που βγαίνουν από τα σχολεία είναι η ταλαίπωρη βοή θλιμμένων, κουρασμένων παιδιών που μετά βίας συγκρατούν την επιθυμία τους να τρέξουν, να πηδήξουν φράχτες και τοίχους, να σκαρφαλώσουν στα δένδρα. Κάτω από τις στολές των στρατιωτών σας βλέπω μόνο κάποια όντα που έχουν εκμηδενίσει κάθε αίσθησης προσωπικής αξιοπρέπειας μέσα τους, ώστε να πειθαρχήσουν στην επιθυμία, να εξοντώσουν την ενέργεια, να περιορίσουν την επιθυμία: αυτές είναι οι προσταγές της κοινωνίας σας, αυτές είναι οι αρρώστιες από τις οποίες υποφέρουν οι άνθρωποι προκειμένου να επιβιώσει η κοινωνία αυτή. Και είναι ο φόβος σας, για όσους δε δέχονται να προσαρμοστούν, τόσο μεγάλος που τους καταδικάζεται στην θλιβερή σκιά των φυλακών.
Ανάμεσα στον “πολιτισμένο άνθρωπο” του εικοστού αιώνα, του οποίου η μέγιστη έγνοια είναι να αποφύγει την αναγκαία προσπάθεια για να διεκδικήσει την ύπαρξή του, και του ανθρώπου “των σπηλαίων”, ποιός κερδίζει; Ο τελευταίος αυτός, δεν είχε φόβο για τον κίνδυνο. Δεν γνώριζε το εργοστάσιο ή τα στρατόπεδα, τις ταβέρνες ή τα μπορδέλα, τις φυλακές ή τα σχολεία. Έχετε διατηρήσει, ίσως τροποποιώντας τις λίγο, επιφανειακά, τις προκαταλήψεις και τις προλήψεις των ανθρώπων αυτών που αποκαλείτε “άγριους”. Υστερείτε όμως στην ενέργεια, την αξία και την ειλικρίνειά τους.
 
-Κοίταξε, θα συμφωνήσω μαζί σου ότι συνολικά στην κοινωνία μας υπάρχουν μερικά σκούρα σημεία. Όμως υπήρξαν φιλότιμοι άνθρωποι που προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμα, για ακόμα μεγαλύτερη ισότητα και δικαιοσύνη στην λειτουργία της. Επιρρεάζουν άλλους αγωνιστές, και ίσως μια μέρα θα είναι η αδιαμφισβήτητη πλειοψηφεία. Δεν χρειάζεται να μπερδεύεσαι σε διαδρομές εκτός τόπου και χρόνου. Απεναντίας, κράτα τις αξίες σου, μπες στην μέθοδο. Πίστεψέ με είμαι ένας έμπειρος γέρος. Η επιτυχία δεν πηγαίνει παρά σ αυτούς που την επιδιώκουν συστηματικά. Η επιστήμη μας διδάσκει ότι είναι απαραίτητο να ρυθμίζεται η ζωή. Υγειινολόγοι, βιολόγοι και γιατροί θα σου παρέχουν στ όνομά της τις θεραπείες που χρειάζεσαι για να την επιτείνεις, καθώς και την ευτυχία σου. Να μην έχουν εξουσία, πειθαρχία, κι έναν σκοπό είναι ότι χειρότερο.
 
-Δεν έχω ανάγκη, ούτε και θέλω την πειθαρχία σου. Με όλο το σεβασμό στην εμπειρία μου, θέλω να την κρατήσω για τον εαυτό μου. Από αυτήν, κι όχι από σένα προέρχονται όλοι οι κανόνες της ζωής μου. Θέλω να ζησω τη δική μου ζωή. Οι σκλάβοι και οι υποτακτικοί με τρομοκρατούν. Μισώ αυτούς που εξουσιάζουν, όσο σιχαίνομαι κι αυτούς που αφήνουν να τους εξουσιάζουν. Αυτός που σκύβει μπροστά στο μαστίγιο, δεν αξίζει παραπάνω από αυτόν που το κρατάει. Αγαπώ τον κίνδυνο, το άγνωστο, η αβεβαιότητα με γοητεύει. Είμαι κυριευμένη από μια αγάπη για την περιπέτεια, δεν δίνω δεκάρα για την επιτυχία. Μισώ την κοινωνία σας, των γραφειοκρατών και των υπαλλήλων, των εκατομμυριούχων και των ζητιάνων. Δε θέλω να προσαρμοστώ στα υποκριτικά σας έθιμα ή στις ψευτο-ευγενικούς σας τρόπους. Θέλω να βιώσω τον ενθουσιασμό μου στο πιο αμόλυντο, δροσερό αεράκι της ελευθερίας. Οι δρόμοι σας, τραβηγμένοι σύμφωνα με το σχέδιο, βασανίζουν την όρασή μου, και τα πανομοιότυπα κτίριά σας κάνουν το αίμα στις φλέβες μου να βράζει από ανυπομονησία. Κι αυτό μόνο είναι αρκετό για μένα.
Θα ακολουθήσω το δικό μου μονοπάτι, σύμφωνα με τα δικά μου πάθη, αλλάζοντας αδιάκοπα τον εαυτό μου, δε θέλω αύριο να είμαι όπως τώρα. Ξεφεύγω και δεν αφήνω τα φτερά μου έρμαιο στα ψαλίδια κανενός. Είμαι ο έρωτας. Προχωρώ, αιώνια παθιασμένη, αναφλέγομαι απ’ τη θέληση να δωθώ στον κόσμο, στον πρώτο αληθινό άνθρωπο που θα με πλησιάσει, στον κουρελιασμένο ταξιδιώτη, αλλά ποτέ στον σοβαρό και φρόνιμο άνδρα που θα κανονίσει το εύρος της πορείας μου. Ούτε στον επιστήμονα που θέλει να αλυσσοδέσει το μυαλό μου με τύπους και κανόνες. Δεν είμαι διανοούμενη, είμαι ένα ανθρώπινο ον, μια γυναίκα που πάλλεται ολόκληρη μπρος στις ορμές της φύσης και στα λόγια του έρωτα. Μισώ κάθε δεσμό, κάθε περιορισμό, μ αρέσει να περπατώ μόνη μου, γυμνή, αφήνοντας τις ακτίνες του φλεγόμενου ήλιου να χαιδεύουν τη σάρκα μου. Και, ω γέροντα, θα στεναχωρηθώ τόσο λίγο όταν η κοινωνία σας σπάσει σε χίλια κομμάτια, και μπορέσω πια να ζήσω πλήρως τη δική μου ζωή.
 
-Ποιά είσαι, κορίτσι, πώς σε λένε, και προβάλεις σαν μυστηριώδες και άγριο ένστικτο;
 
-Με λένε Αναρχία.