Με άλλα λόγια η αλήθεια είναι συχνά αλλού, όχι εκεί που την ψάχνουμε.
Έτσι όπως διεξάγεται πρακτικά η έρευνα, συχνά υπάρχουν ενδιαφέρουσες έρευνες, αλλά παγιδεύονται σε έναν δυισμό, και αυτό δεν αρκεί για να κατανοήσουμε. Διότι για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει σε ένα πρόβλημα, πρέπει να περάσουμε σε έναν άλλο τομέα.
Η γλώσσα σάς απασχολεί πολύ· επίσης η πολιτική ή ταυτοτική σημασία της γλώσσας. Θυμάμαι για παράδειγμα ένα σύντομο κείμενο που είχατε γράψει με τίτλο «Οι γλώσσες και οι λαοί», όπου προσπαθείτε να αποδομήσετε αυτή την ουσιοκρατική διάσταση της ανθρώπινης κοινότητας που βασίζεται πάνω στη γλώσσα.
Ήταν ένα κείμενο πάνω σε ένα βιβλίο που έγραψε η γυναίκα του Ντεμπόρ. Αυτό που πρέπει να αποδομήσουμε είναι η προσπάθεια να συνδεθεί μια συγκεκριμένη γλώσσα με έναν συγκεκριμένο λαό. Αυτό είναι συχνά τελείως λάθος. Αντίθετα, είμαι πεπεισμένος ότι η γλώσσα καθαυτή έχει μια πολιτική σημασία, όλα αυτά που έλεγα προηγουμένως σχετικά με τα προβλήματα της ανθρωπογένεσης, το γεγονός ότι είσαι ομιλών ον έχει πολιτική σημασία, είναι μια πολιτική και όχι απλώς γνωστική δύναμη. Το να ανάγουμε τις γλώσσες σε ένα πρόβλημα απλώς γνωστικό, επικοινωνιακό, πληροφοριακό, δείχνει μια ανεπάρκεια, μια ανικανότητα να καταλάβουμε τι συμβαίνει με τη γλώσσα. Ακόμη και αν δούμε ορισμένες πρόσφατες αναλύσεις της πολιτικής, όπως της Potere Operaio στην Ιταλία ή και του Ντεμπόρ στην «Κοινωνία του θεάματος», τι λένε κατά βάθος; Ότι σήμερα η γλώσσα είναι στο επίκεντρο του ζητήματος της εξουσίας, η κοινωνία του θεάματος είναι η κοινωνία που χρησιμοποιεί τα ΜΜΕ και τη γλώσσα για να εδραιώσει την εξουσία της, ενώ σε αναλύσεις όπως αυτές του Νέγκρι διαβάζουμε ότι σήμερα το κεφάλαιο έχει «στρώσει τη γλώσσα στη δουλειά». Αυτό ασφαλώς είναι αλήθεια, αλλά κι εδώ ακόμη ανάγουμε τη γλώσσα στη γνωστική, νοητική της πλευρά. Τι λέει ο Νέγκρι; Ότι σήμερα οι άνθρωποι έχουν αποκτήσει μια γνωστική ικανότητα, και αυτήν εκμεταλλεύεται απευθείας η εξουσία. Είναι αλήθεια, αλλά να μη ξεχνάμε ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο αυτό. Όπως λέγαμε πριν, υπάρχει μια πλευρά ηθική, πολιτική, μια διάσταση γλωσσικής πράξης, μια ιδιαίτερη δύναμη που είναι η προσταγή, η προστακτική, ο όρκος, η προσευχή, η υπόσχεση, και όλα αυτά σήμερα είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης από την εξουσία. Δεν είναι αλήθεια ότι η διακυβέρνηση εκμεταλλεύεται μόνο τη γνωστική λειτουργία της γλώσσας. Αντίθετα, η εξουσία πολύ επιδέξια εκμεταλλεύεται όλη την πραγματολογική δύναμη της γλώσσας, τις συγκινησιακές δυνάμεις, τις δυνάμεις της πειθούς, της προστακτικής, που υπάρχουν στη γλώσσα. Πιστεύω ότι η θέση του Ντεμπόρ και του Νέγκρι, η οποία είναι αληθής, γίνεται πολύ πιο αληθής αν καταλάβουμε και αυτή την άλλη πλευρά: η γλώσσα έχει καθαυτή μια πολιτική σημασία, και όλα αυτά η πολιτική παράδοση τα άφησε στην άκρη. Κάτι άλλο που ανακάλυψα σε αυτή την έρευνα, είναι ότι και εδώ, ακόμα μια φορά, η μηχανή είναι πάντοτε διπλή. Η φιλοσοφική –θα μπορούσαμε να πούμε και: οντολογική- μηχανή της κοινωνίας μας είναι διπλή. Από τη μια έχουμε μια οντολογία που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε με δύο ελληνικές λέξεις –δεν ξέρω αν έχουν μείνει ίδιες- έχουμε έναν κόσμο, μια λογική που είναι στην οριστική έγκλιση, τον κόσμο του έστι –ή εστί …;
Στα νέα ελληνικά υπάρχει η μνήμη αυτού του όρου, αλλά δεν χρησιμοποιείται πλέον.
Και πώς εκφράζετε την έννοια «est»;
Χρησιμοποιούμε το παλιό απαρέμφατο ως τρίτο πρόσωπο της οριστικής: «αυτός είναι».
Έχουμε επομένως μια οντολογία τού «είναι», που ενδιαφέρεται για το πώς είναι ο κόσμος, και αυτό είναι η επιστήμη, η φιλοσοφία, και από την άλλη μια άλλη οντολογία της προστακτικής: έστω. Το λέτε αυτό ακόμη;
Οχι!
Πώς λέτε την προστακτική; Το «να είσαι»;
Δεν το λέμε! Είναι περίεργο, αλλά δεν υπάρχει προστακτική του ρήματος «είμαι» στα νέα ελληνικά. Λέμε «γίνε». Από το γίγνεσθαι.
Αυτή λοιπόν η οντολογία τού «γίνε» ενδιαφέρεται όχι για το πώς είναι ο κόσμος, αλλά για το πώς οφείλει να είναι ο κόσμος. Είναι η θρησκεία και το δίκαιο. Είναι δύο κόσμοι εντελώς διαφορετικοί. Αλλά αυτό που συνέβη στην ιστορία της φιλοσοφίας στη Δύση είναι ότι η πρώτη όψη, δηλαδή το πώς είναι ο κόσμος, η διατυπωμένη στην οριστική, παρέμεινε κυρίαρχο· στοχαστήκαμε μόνο πάνω σ’ αυτό, κι αφήσαμε τελείως στην άκρη την όψη της προστακτικής, της εντολής, της προσευχής, της υπόσχεσης, πάνω στα οποία θεμελιώθηκαν πράγματα πολύ σημαντικά, όπως το δίκαιο και η θρησκεία. Και αυτό ήταν πολύ αρνητικό από μία άποψη, διότι όπως όλη η προσοχή στράφηκε πάνω στην επιστήμη, στη γνώση, σε ό,τι έχει σχέση με το πώς είναι ο κόσμος, αφήσαμε την άλλη οντολογία να εξελίσσεται χωρίς να τη στοχαζόμαστε καθόλου. Και, με το χρόνο, αυτό που στην αρχή περιοριζόταν στο δίκαιο και στη θρησκεία (το «γίνε», το πώς ο κόσμος οφείλει να είναι) βαθμιαία επέκτεινε την επιρροή του και «ξεχείλισε» από το χώρο της θρησκείας και του δικαίου, και νομίζω ότι τελικά αυτό κυριαρχεί σήμερα, ακόμα μια φορά.
Έγινε ίσως μια ηθικολογία …;
Είναι κάτι πιο δυνατό από αυτό. Είναι το δίκαιο, η θρησκεία, το οφείλεις να είσαι. Ο Καντ έρχεται κατευθείαν από κει. Αλλά δεν είναι μόνο η ηθική. Σήμερα, όταν σκεφτόμαστε την επιστήμη, θεωρούμε ότι ανήκει στην πλευρά τού «πώς είναι ο κόσμος». Αλλά μετά έρχεται το πρόβλημα της τεχνικής. Ωραία, είναι σωστό να σκεφτόμαστε την επιστήμη στην πλευρά τού «πώς είναι ο κόσμος», ότι η επιστήμη ασχολείται με το πώς είναι και όχι με το πώς οφείλει να είναι ο κόσμος. Αλλά μετά έρχεται το πρόβλημα της τεχνολογίας, και αναρωτιόμαστε: «μα γιατί άραγε η επιστήμη γίνεται σήμερα τεχνολογία;», ή, ακόμα χειρότερα, χρησιμοποιώντας αυτό τον απαίσιο νεολογισμό, «τεχνοεπιστήμη»; Είναι άραγε η επιστήμη αθώα; Μήπως είναι η τεχνολογία ένοχη; Αυτό λοιπόν παράγεται τελικά από αυτή τη διασταύρωση των δύο μεγάλων περιοχών, των δύο μεγάλων οντολογιών, από αυτή τη διπλή μηχανή: κατά βάθος, η τεχνολογία είναι η εισαγωγή της προσταγής στην επιστήμη, η εισαγωγή τού «πώς θέλω να είναι ο κόσμος» στην επιστήμη τού «πώς είναι ο κόσμος». Τελικά αυτό συνέβη. Αυτή η δεύτερη πτυχή έγινε τόσο σημαντική, τόσο κυρίαρχη, χωρίς να τη στοχαστούμε, που νομίζω ότι η συνεχώς αυξανόμενη δύναμη της τεχνολογίας ήταν σαν ένα ξεχείλισμα της οντολογίας της προσταγής πάνω στην οντολογία της επιστήμης.
Αυτό έχει ενδιαφέρον, και είναι επίσης ενδιαφέρον ότι στις μέρες μας βλέπουμε την τεχνολογία, π.χ. το κινητό, το Ίντερνετ και την όψη της γλώσσας που έχει σχέση με το κήρυγμα να ενώνονται: στην εξέγερση στην Αίγυπτο υπάρχει ο Μουφτής με τις προσευχές και μετά πηγαίνουμε στη διαδήλωση, εδώ χρησιμοποιείται η τεχνολογία. Στην Δύση αυτό τρομάζει, φέρνει στο νου το φάντασμα του ισλαμισμού. Πώς βλέπετε αυτή τη σχέση;
Νομίζω ότι στο Ισλάμ η κατάσταση ήταν πάντα πιο σαφής. Αυτό που μας διδάσκουν οι ισλαμολόγοι είναι ότι η κουλτούρα, η θρησκευτική και νομική παράδοση του Ισλάμ ήταν πάντα στην προστακτική. Στην αρχή υπάρχει η λέξη qun –να είσαι. Αυτά τα εξηγεί πολύ καλά ο Κορμπέν[1]: ο λόγος τού Αλλάχ είναι διατυπωμένος στην προστακτική. Φυσικά αυτό είναι μοιρασμένο: στο χριστιανισμό και τον ιουδαϊσμό, ο Θεός μιλά επίσης στην προστακτική. Αλλά δίπλα σε αυτό αναπτύχθηκε αυτό το άλλο που πιστέψαμε ότι κυριάρχησε, η επιστήμη, η γνώση, διατυπωμένο στην οριστική, ενώ στο Ισλάμ έμεινε πάντοτε υπό την επήρεια της προστακτικής. Αυτό είναι που μας φαίνεται δύσκολο να καταλάβουμε. Αλλά κάνουμε λάθος, διότι η προστακτική, η προσταγή υπάρχει και σε μας· δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι είναι μόνο στο Ισλάμ και όχι σε μας. Όλα αυτά τα φαινόμενα είναι πολύ δυνατά σε μας, αλλά κρυμμένα· δρουν υπό μορφή εκκοσμικευμένη, ή με άλλες μορφές. Άρα, η εικόνα που σχηματίζουμε για το Ισλάμ είναι ένα φάσμα, μια όψη της πραγματικότητας που υπάρχει και σε μας αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε. Ίσως εμείς να είμαστε πιο φονταμενταλιστές!
Κύριε Αγκάμπεν, σας ευχαριστούμε πολύ και ελπίζουμε κάποια από αυτά να τα διατυπώσετε και γραπτά σε άρθρα ή βιβλία σας ώστε να μεταφραστούν και στα ελληνικά, ή σε άλλες γλώσσες, και να τα διαβάσουμε.
Σας ευχαριστώ κι εγώ.